Ο Ιησούς μπήκε στα Ιεροσόλυμα καθισμένος σ΄ ένα
γαϊδουράκι. Πλήθος λαού βρισκόταν εκεί για να γιορτάσει το Πάσχα. Είχαν μάθει για την Ανάσταση του Λαζάρου και τον
ερχομό του Χριστού. Τον υποδέχτηκαν λοιπόν σαν βασιλιά κρατώντας βάγια (κλάδους
φοινίκων)και τον επευφημούσαν λέγοντας:
«Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»
Οι ναοί αυτή την ημέρα στολίζονται με κλαδιά βάγιας και στο τέλος της λειτουργίας ο ιερέας
δίνει σ ‘ όλο τον κόσμο ένα κλαδί.
Το βράδυ όμως της Κυριακής η εκκλησίες στολίζονται πένθιμα και οι ιερείς
φορούν μωβ ή μαύρα άμφια και οι ψάλτες ψάλλουν ευλαβικά:
«Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο
δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα.
Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη
τω ύπνω κατενεχθείς, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω
κλεισθείς.
Αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός ημών, διά
της Θεοτόκου ελέησον ημάς».
Τότε ο ιερέας βγάζει από το άγιο βήμα την εικόνα του Θεανθρώπου
και την τοποθετεί στο κέντρο της εκκλησίας όπου και παραμένει μέχρι τη Μεγάλη
Πέμπτη.